βαρυγγωμώ

βαρυγγωμώ
(-άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω
1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ
2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου)
3. καταριέμαι
4. (για άρρωστο) χειροτερεύω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βαργωμισμένος
α) δύσθυμος, σκυθρωπός
β) θηλ. η έγκυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > βαρυγγωμώ και βαρύγνωμος > βαρυγνωμώ > *βαρογνωμώ > *βαρυγνωμώ > βαργωμώ, με ανομοιωτική αποβολή του -ν- προ του –μ- κατά τη συμπλοκή των συμφώνων -ργν- και -μ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβαρυγγώμιστος — και αβαργώμιστος, η, ο 1. αυτός που δεν βαρυγγωμά, δεν βαρυθυμεί, δεν δυσθυμεί 2. αυτός που δεν πέρασε στη ζωή του λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρυγγωμίζω, βλ. βαρυγγωμώ. Ο τ. αβαργώμιστος < αβαρυγγώμιστος, με συγκοπή τού υ] …   Dictionary of Greek

  • αναστενάζω — (AM ἀναστενάζω) στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζω αρχ. 1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον 2. θρηνώ για κάποιον …   Dictionary of Greek

  • βαργωμώ — βλ. βαρυγγωμώ …   Dictionary of Greek

  • βαρυγγώμια — και βαργώμια και βαρυγγώμηση, η [βαρυγγωμώ] 1. το να έχει κανείς παράπονα ή αφορμή δυσαρέσκειας εναντίον κάποιου (κυρίως πεθαμένου) 2. δυσφορία, λύπη …   Dictionary of Greek

  • βαρυγνωμώ — ( έω) βλ. βαρυγγωμώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”